- αποθηλυνω
- ἀποθηλύνωἀπο-θηλύνω1) изнеживать, расслаблять
(τὸν ἄνθρωπον Plut.)
2) ослаблять, разбавлять(τὸν ἄκρατον Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὸν ἄνθρωπον Plut.)
(τὸν ἄκρατον Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποθηλύνω — ἀποθηλύνω (Α) 1. εκθηλύνω κάποιον, τον καθιστώ θηλυπρεπή 2. εξασθενίζω, μετριάζω 3. παράγω φυτά με θηλυκά άνθη … Dictionary of Greek
ἀποθηλυνθέντες — ἀποθηλύνω make effeminate aor part pass masc nom/voc pl ἀποθηλύνω make effeminate aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλύνει — ἀποθηλύ̱νει , ἀποθηλύνω make effeminate aor subj act 3rd sg (epic) ἀποθηλύ̱νει , ἀποθηλύνω make effeminate pres ind mp 2nd sg ἀποθηλύ̱νει , ἀποθηλύνω make effeminate pres ind act 3rd sg ἀποθηλύ̱νει , ἀποθηλύνω make effeminate aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλύνουσιν — ἀποθηλύ̱νουσιν , ἀποθηλύνω make effeminate aor subj act 3rd pl (epic) ἀποθηλύ̱νουσιν , ἀποθηλύνω make effeminate pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποθηλύ̱νουσιν , ἀποθηλύνω make effeminate pres ind act 3rd pl (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλύνεται — ἀποθηλύ̱νεται , ἀποθηλύνω make effeminate aor subj mid 3rd sg (epic) ἀποθηλύ̱νεται , ἀποθηλύνω make effeminate pres ind mp 3rd sg ἀποθηλύ̱νεται , ἀποθηλύνω make effeminate aor subj mid 3rd sg (epic) ἀποθηλύ̱νεται , ἀποθηλύνω make effeminate pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλύνοντα — ἀποθηλύ̱νοντα , ἀποθηλύνω make effeminate pres part act neut nom/voc/acc pl ἀποθηλύ̱νοντα , ἀποθηλύνω make effeminate pres part act masc acc sg ἀποθηλύ̱νοντα , ἀποθηλύνω make effeminate pres part act neut nom/voc/acc pl ἀποθηλύ̱νοντα , ἀποθηλύνω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλύνεσθαι — ἀποθηλύ̱νεσθαι , ἀποθηλύνω make effeminate pres inf mp ἀποθηλύ̱νεσθαι , ἀποθηλύνω make effeminate pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλύνουσαν — ἀποθηλύ̱νουσαν , ἀποθηλύνω make effeminate pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) ἀποθηλύ̱νουσαν , ἀποθηλύνω make effeminate pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλύνων — ἀποθηλύ̱νων , ἀποθηλύνω make effeminate pres part act masc nom sg ἀποθηλύ̱νων , ἀποθηλύνω make effeminate pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεθήλυναν — ἀπεθήλῡναν , ἀποθηλύνω make effeminate aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)